- ἀτελείωτος
- ἀτελείωτοςunfinishedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατελείωτος — ατελείωτος, η, ο και ατέλειωτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν τέλειωσε, δεν αποπερατώθηκε, που έμεινε ασυμπλήρωτος: Η πολυκατοικία έμεινε ατέλειωτη. 2. αυτός που δεν έχει τέλος, ο υπερβολικά μακρύς, ανεξάντλητος: Ατέλειωτα είναι τα βάσανα της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος … Dictionary of Greek
ἀτελειώτως — ἀτελείωτος unfinished adverbial ἀτελείωτος unfinished masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελείωτον — ἀτελείωτος unfinished masc/fem acc sg ἀτελείωτος unfinished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελειώτοις — ἀτελείωτος unfinished masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελειώτων — ἀτελείωτος unfinished masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελειώτῳ — ἀτελείωτος unfinished masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελείωτα — ἀτελείωτος unfinished neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελείωτοι — ἀτελείωτος unfinished masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek